-
1 κόσμιος
κόσμιος, ordentlich, im geregelten, ordentlichen Zustande; bes. in sittlicher Beziehung, ruhig u. mäßig, in Bezug auf Begierden u. Leidenschaften, sittsam, ehrbar; Ar. Plut. 89 vrbdt δικαίους καὶ σοφοὺς καὶ κοσμίους; Plat. κόσμιοι καὶ εὔκολοι, Rep. I, 329 d; πρὸς τοὺς ϑεούς Conv. 193 a; ἡ κοσμία τε καὶ φρόνιμος ψυχή Phaed. 108 a; ἄνδρας κοσμίους ἐν διαίτῃ Rep. III, 408 a; κοσμία δαπάνη, δίαιτα, VIII, 560 d Epist. VII, 340 e; οἴκησις Critia. 112 c. Bei den Rednern oft als Lob eines guten, ehrbaren Bürgers, Lys. 1, 26. 7, 41. 22, 19; δικαίας καὶ κοσμίας ἐπιϑυμῶν πολιτείας Isocr. 7, 70; κόσμιοι στρατιῶται καὶ πειϑόμενοι Xen. An. 6, 6, 32; ὁμιλία, keuscher, ehrbarer Umgang, Hem. 3, 11, 14. – Τὸ κόσμιον, Ehrbarkeit, Anstand, Plat. Legg. VII, 802 e; vgl. Soph. τὸ κόσμιον μεϑεῖσα, El. 860. S. das Vor. – Adv. κοσμίως; Ar. Plut. 709. 978; κοσμίως ζῆν, im Ggstz von ἀτάκτως, ordentlich leben, Isocr. 2, 31; κοσμίως πάντα πράττειν καὶ ἡσυχῇ Plat. Charm. 159 b; βαδίζειν Luc. Hermot. 18. – Bei Plut. de exil. 5 = Weltbürger, κοσμοπολίτης.
-
2 εὐ-σταλής
εὐ-σταλής, ές, wohl ausgerüstet, zunächst von Schiffen, von der Flotte, στόλος Aesch. Pers. 781; πλοῦς εὐστ. καὶ οὔριος, leicht, Soph. Phil. 769; von Soldaten, εὐσταλέστατος ὁ ἱππεύς Xen. Equ. 7, 8; bes. von leichtgerüsteten, Thuc. 3, 22, der Schol. erkl. εὔζωνοι; Sp., wie Plut., εὐσταλῆ καὶ γυμνὰ σώματα Crass. 25; εὐσταλέστερος ὁπλισμός, leichte Rüstung, D. Hal. 7, 59; εὐστ. τὸν ὄγκον, Plut. Mar. 34; übertr., gefällig, anständig, κόσμιος καὶ εὐσταλὴς ἀνήρ, dem ὀγκώδης u. ἐπαχϑής entgeggstzt, Plat. Men. 90 a; Luc. Tim. 54 τὸ σχῆμα εὐσταλὴς καὶ κόσμιος τὸ βάδισμα καὶ σωφρονικὸς τὴν ἀναβολήν, auf einfachen Schmuck u. anständige Haltung zu beziehen, wie Diod. Com. bei Ath. VI, 239 c ποιήσας ἐμαυτὸν εὐσταλῆ, ὥστε μὴ ἐνοχλεῖν τὸν σ υμπότην; Plut. εὐσταλεῖς ἐποίησε ταῖς ἱερουργίαις καὶ περὶ τὰ πένϑη πρᾳοτέρους, Sol. 12. – Adv., ohne Umstände, leicht, καὶ κούφως ἐκτρέχειν Hdn. 4, 15, 3; anständig, ἀναβεβλημένοι Luc. Hermot. 18; vgl. Opp. C. 1, 97.
-
3 εὔ-κολος
εὔ-κολος ( κόλον), eigtl. mit dem Essen leicht zufriedengestellt, Ggstz δύςκολος (was zu vgl.); so von den Spartanern εὔκολοι ταῖς διαίταις καὶ ἄσικχοι Plut. Lyc. 16; τὸ εὔκολον τῆς διαίτης, Genügsamkeit, Galb. 3; übh. leicht zufrieden zu stellen, gutmüthig, καὶ κόσμιος Plat. Rep. I, 329 d; mit ἐπιεικής zusammengestellt ibd. 330 a; von Sophokles wird gerühmt εὔκολος μὲν ἐνϑάδ', εὔκολος δ' ἐκεῖ, Ar. Ran. 82; πολίταις 359; dem φιλόνει-κος u. δύςερις entgegengesetzt, Arist. rhet. 2, 4; πρός τινα, Plut. Fab. 1 u. öfter. Allgemeiner, leicht. οὔ μοι δοκεῖ εὔκολον εἶναι τὸ τοιοῠτον οὐδαμῶς διορίσασϑαι Plat. Parm. 131 e, vgl. Rep. V, 453 d Legg. IV, 708 b; öfter bei Sp.; selten im schlimmen Sinne, εἰς ὀργήν Schol. Ar. Equ. 41; πρὸς ἀδικίαν Luc. merc. cond. 40; leichtfertig, λόγοι ἀνόητοι καὶ εὔκ. Philostr. – Adv. εὐκόλως, ruhig, leicht, μάλα εὐχερῶς καὶ εὐκ. ἐξέπιε Plat. Phaed. 117 c; διειλέχϑαι, behaglich, ohne rechten Ernst, Soph. 242 c; εὐκόλως ἔχειν Lys. 4, 9; φέρειν τὰς ἀτυχίας Arist. Eth. 1, 11; von Sokrates ἐϑαυμάζετο ἐπὶ τῷ εὐϑύμως καὶ εὐκ. ζῆν Xen. Mem. 4, 8, 2.
-
4 ἐπι-στρεφής
ἐπι-στρεφής, ές, seine Aufmerksamkeit auf Etwas richtend, aufmerksam, sorgfältig, genau; ῥήτωρ Xen. Hell. 6, 3, 7; καὶ πολυωρητικὴ ϑεός Plut. Qu. Rom. 46; – angespannt, streng, καὶ στρατιωτικὴ δίαιτα Hdn. 5, 2; καὶ κόσμιος ἀρχή 7, 8; πολὺ τὸ ἐπιστρεφὲς ἔσχε πρὸς τοὺς φαύλους, er war streng gegen sie, 7, 10; ἐπιστρεφεστέρας τὰς καταγραφὰς γιγνομένας D. Hal. 10, 33; – φωνή, modulirt, von der Nachtigall, Arist. H. A. 9, 49. – Adv. ἐπιστρεφῶς, ion. ἐπιστρεφέως, gespannt, hastig, mit Lebhaftigkeit, εἴρετο Her. 1, 30; καὶ ῥητορικῶς φήσουσι Aesch. 1, 71; καὶ ϑρασέως καϑήπτετο D. Hal. 7, 34.
-
5 εὐσταλής
εὐ-σταλής, ές, wohl ausgerüstet, zunächst von Schiffen, von der Flotte, von Soldaten; bes. von leichtgerüsteten; εὐσταλέστερος ὁπλισμός, leichte Rüstung; übertr., gefällig, anständig; τὸ σχῆμα εὐσταλὴς καὶ κόσμιος τὸ βάδισμα καὶ σωφρονικὸς τὴν ἀναβολήν, auf einfachen Schmuck u. anständige Haltung zu beziehen. Adv., ohne Umstände, leicht; anständig -
6 ἐπ-αχθής
ἐπ-αχθής, ές, lästig, drückend, beschwerlich, unangenehm; εἴς τινα, Thuc. 6, 54; τινί, Plut. u. A.; neben ὀγκώδης, dem κόσμιος καὶ εὐσταλὴς ἀνήρ entgeggstzt, arrogant, Plat. Men. 90 a; εἰ μὴ ἐπαχϑές ἐστιν εἰπεῖν Phaed. 87 a; vgl. Charm. 158 d; öfter von übertriebenem u. deshalb unangenehmem Lobe, πολὺς ἦν τοῖς ἐπαίνοις καὶ ἐπ. Aesch. 2, 41; – τὸ ἐπαχϑές, das Gehässige, z. B. λόγων Plat. Euthyd. 303 d; ῥήματα ἐπαχϑῆ Ar. Ran. 940; νόμος οὐκ ἔστιν ἐπ. Arist. Eth. 10, 10. – Adv., ἐπαχϑῶς φέρειν, moleste terre, D. Hal. iud. Thuc. 41.
-
7 εὐ-βίοτος
См. также в других словарях:
κόσμιος — α, ο, θηλ. και κοσμία (ΑM κόσμιος, ία, ον, Α και κόσμιος, ον) [κόσμος] 1. ο καλά διατεταγμένος, ο κανονικός (α. «κόσμια εμφάνιση» β. «κοσμίας ᾠκοδομοῡντο οἰκήσεις», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ευπρεπής, σεμνός, φρόνιμος (α. «κόσμιος άνθρωπος» β. «δεῑ… … Dictionary of Greek
νόμιμος — η, ο, θηλ. και ος (ΑΜ νόμιμος, ίμη, ον, Α θηλ. και ος) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κατά τους νομικούς θεσμούς, έννομος, σύμφωνος με τον νόμο (α. «νόμιμος γάμος» β. «νόμιμοι ἔρωτες», Γοργ.) 2. αυτός που τηρεί τους νόμους («νόμιμος καὶ κόσμιος» … Dictionary of Greek
PALAESTRICI Juvenes — olim tondebantur, uti discimus ex Tertulliano de Pallio c. 4. ubi de suis Carthaginiensibus: Unde apud aliquos Numidas, etiam equis caesariatos, iuxta cutem tonsor et cultri vertex solus immunis? In quibus verbis tonsor, pro tonsura, ut apud… … Hofmann J. Lexicon universale
κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek
μετακόσμιος — α. ο, θηλ. και ος (Α μετακόσμιος, ον) νεοελλ. αυτός που υπάρχει ή γίνεται πέρα από αυτό τον κόσμο, μετά την παρούσα ζωή, μεταθανάτιος αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μεταξύ τών ουράνιων σωμάτων, στο μεταξύ τών κόσμων διάστημα 2. αχανής … Dictionary of Greek
πασακάλια — Αυλικός χορός ισπανικής καταγωγής, του οποίου το όνομα προέρχεται από τις λέξεις pasar (περνώ) και calle (δρόμος). Από μουσική άποψη αποτελεί σύνθεση μιας σειράς παραλλαγών πάνω σε ένα έμμονο βάσιμο και είναι αρκετά όμοια με τη σακόν. Η π., που… … Dictionary of Greek
ηθικός — ή, ό (AM ἠθικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ήθος ή στην ηθική, κατ αντίθεση προς το ανήθικος και σε αντιδιαστολή προς το διανοητικός 2. αυτός που επιδρά στο ήθος ή στα ήθη («ηθική διδασκαλία») νεοελλ. 1. αυτός που είναι σύμφωνος… … Dictionary of Greek
σεμνός — ή, ό / σεμνός, ή, όν, ΝΜΑ σοβαρός, ευπρεπής, κόσμιος (α. «είναι σεμνός και συνετός νέος» β. «διακόνους ὡσαύτως σεμνούς, μὴ διλόγους», ΚΔ) νεοελλ. 1. συνεσταλμένος, ντροπαλός 2. συνετός, μετριόφρονας μσν. νέος, νεαρός, μικρός (ἅμα τῆς ἑαυτοῡ… … Dictionary of Greek
παγκόσμιος — α, ο (ΑΜ παγκόσμιος, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλο τον κόσμο νεοελλ. 1. φρ. α) «παγκόσμια έλξη» η ιδιότητα τών ουράνιων σωμάτων να ασκούν αμοιβαίως ελκτικές δυνάμεις οι οποίες τείνουν να προσεγγίσουν το ένα στο άλλο β) «παγκόσμια… … Dictionary of Greek
ευσχήμων — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διετέλεσε επίσκοπος στη Λάμψακο της Μικράς Ασίας. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαρτίου. * * * εὐσχήμων, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει ωραίο σχήμα, ωραία εμφάνιση 2. ευπρεπής, κόσμιος στην εμφάνιση και στη… … Dictionary of Greek
κομψός — ή, ό (ΑM κομψός, ή, όν) 1. αυτός που έχει καλαίσθητη εμφάνιση, λεπτότητα στο παρουσιαστικό, καλαίσθητος 2. χαριτωμένος, ευχάριστος 3. αυτός που γίνεται με κομψότητα, με χάρη (α. «κομψό ντύσιμο» β. «κομψή συμπεριφορά») αρχ. 1. ευφυής, πνευματώδης… … Dictionary of Greek